Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



μεγάλος, -η, -ο
με-γά-λος επίθετο



αρσενικό: ο μεγάλος
θηλυκό: η μεγάλη
ουδέτερο: το μεγάλο
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Η αίθουσα έχει δύο μεγάλα παράθυρα, απ' όπου μπαίνει πολύς ήλιος.
Αντώνυμα:  μικρός
Σχετικές λέξεις:  μεγαλώνω μεγαλωμένος μεγαλόπρεπος μεγαλόσωμος μεγαλούπολη
large
 


 2. Η αδελφή μου είναι τρία χρόνια πιο μεγάλη από μένα.
old
Αντώνυμα:  μικρός
 


 3. Στη λεωφόρο γίνεται μεγάλη φασαρία.
big
Αντώνυμα:  μικρός
 


 4. Ο Όμηρος ήταν πολύ μεγάλος ποιητής.
great
Συνώνυμα:  σημαντικός σπουδαίος
Αντώνυμα:  ασήμαντος