Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



μεγάφωνο, το
με-γά-φω-νο ουσιαστικό, ουδέτερο



Γενική: του μεγαφώνου - των μεγαφώνων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Ανακοίνωσαν από το μεγάφωνο του σταθμού ότι το τρένο θα έχει καθυστέρηση.
Σχετικές λέξεις:  φωνή
loudspeaker
μεγάφωνο