Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



φωνή, η
φω-νή ουσιαστικό, θηλυκό



Γενική: της φωνής - των φωνών
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Τραγουδάει πολύ, γιατί έχει ωραία φωνή.
Σχετικές λέξεις:  φωνάζω μεγάφωνο μικρόφωνο παράφωνος
voice
 


 2. Όταν είδε το σπασμένο βάζο, μας έβαλε τις φωνές.
shout