Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



μέση, η
μέ-ση ουσιαστικό, θηλυκό



Γενική: της μέσης
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Ο ιππότης φοράει στη μέση το σπαθί του.
waist
 


 2. Ο πατέρας έκοψε το πεπόνι στη μέση.
middle
Παράγωγα:  μέσο μεσαίος μεσημέρι
 


 3. Στη μέση της λίμνης βρίσκεται ένα νησάκι.
middle
Συνώνυμα:  μέσο κέντρο
Παράγωγα:  μέσο μεσαίος μεσημέρι
 


 4. Το σκυλάκι είναι συνέχεια μέσ' στη μέση και δε μπορούμε να κάνουμε δουλειά.
in the way