Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



μεσαίος, -α, -ο
με-σαί-ος επίθετο



αρσενικό: ο μεσαίος
θηλυκό: η μεσαία
ουδέτερο: το μεσαίο
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Το κτίριο έχει τρεις εισόδους. Η κεντρική είναι η μεσαία.
Αντώνυμα:  ακριανός
Σχετικές λέξεις:  μέση μέσο
middle
 


 2. Δεν είναι ούτε παχύς ούτε αδύνατος. Γι' αυτό φοράει το μεσαίο νούμερο.
medium