Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



μισός, -ή, -ό
μι-σός επίθετο



αρσενικό: ο μισός
θηλυκό: η μισή
ουδέτερο: το μισό
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Θα φάμε το μισό καρπούζι τώρα και το άλλο μισό αύριο.
Συνώνυμα:  όλος ολόκληρος
half
 


 2. Μην τον εμπιστεύεσαι! Κάνει μισές δουλειές.
do things by halves