Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



όλος, -η, -ο
ό-λος επίθετο



αρσενικό: ο όλος
θηλυκό: η όλη
ουδέτερο: το όλο
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Πρέπει να κάνετε όλες τις ασκήσεις, για να προετοιμαστείτε για τις εξετάσεις.
Σχετικές λέξεις:  ολόσωμος
all
 


 2. Αν φας όλη την τούρτα μόνη σου, θα σκάσεις!
the whole
Συνώνυμα:  ολόκληρος
Αντώνυμα:  μισός