Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



μονοθέσιος, -α, -ο
μο-νο-θέ-σι-ος επίθετο



αρσενικό: ο μονοθέσιος
θηλυκό: η μονοθέσια
ουδέτερο: το μονοθέσιο
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Ένα σχολείο που έχει μία θέση δασκάλου λέγεται μονοθέσιο σχολείο.
Σχετικές λέξεις:  θέση
single-teacher school
 


 2. Στον αγώνα θα πάρουν μέρος μονοθέσια αυτοκίνητα.
single-seater