Δείτε επίσης τις λέξεις:
|
1. Το σπίτι μου είναι σε καλή θέση. Βρίσκεται κοντά στο τέρμα των λεωφορείων.
Σχετικές λέξεις:
μονοθέσιος
position |
|
2. Το σινεμά είχε τόσο κόσμο, που δεν βρήκαμε θέση να καθίσουμε.
seat
Συνώνυμα:
κάθισμα
|
|
3. Ο δάσκαλος πήρε σύνταξη και στη θέση του ήρθε μία δασκάλα.
place
|
|
4. Η αδελφή μου έχει μια θέση στο υπουργείο.
post, job
|
|
|
|