Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



θέση, η
θέ-ση ουσιαστικό, θηλυκό



Γενική: της θέσης - των θέσεων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Το σπίτι μου είναι σε καλή θέση. Βρίσκεται κοντά στο τέρμα των λεωφορείων.
Σχετικές λέξεις:  μονοθέσιος
position
 


 2. Το σινεμά είχε τόσο κόσμο, που δεν βρήκαμε θέση να καθίσουμε.
seat
Συνώνυμα:  κάθισμα
 


 3. Ο δάσκαλος πήρε σύνταξη και στη θέση του ήρθε μία δασκάλα.
place
 


 4. Η αδελφή μου έχει μια θέση στο υπουργείο.
post, job