Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



μπογιά, η
μπο-γιά ουσιαστικό, θηλυκό



Γενική: της μπογιάς
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Αγοράσαμε άσπρη μπογιά, για να βάψουμε τον τοίχο.
Συνώνυμα:  χρώμα
Σχετικές λέξεις:  μπογιατζής μπογιατίζω
paint
μπογιά