Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



χρώμα, το
χρώ-μα ουσιαστικό, ουδέτερο



Γενική: του χρώματος - των χρωμάτων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Τα μάτια μου έχουν πράσινο χρώμα, σαν τα μάτια του μπαμπά μου.
Σχετικές λέξεις:  χρωματίζω χρωματιστός πολύχρωμος
colour
 


 2. Πήρε τα χρώματά του και πήγε να ζωγραφίσει.
paint
Συνώνυμα:  μπογιά