Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



ανατολή, η
α-να-το-λή ουσιαστικό, θηλυκό



Γενική: της ανατολής
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Θα ξεκινήσουμε για την εκδρομή με την ανατολή του ήλιου.
Συνώνυμα:  χάραμα
Αντώνυμα:  δύση βασίλεμα
Σχετικές λέξεις:  ανατολικός ανατολικά ανατέλλω
sunrise
 


 2. Το παράθυρο μου βλέπει προς την ανατολή.
east