Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



βασίλεμα, το
βα-σί-λε-μα ουσιαστικό, ουδέτερο



Γενική: του βασιλέματος - των βασιλεμάτων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Βγήκε στο μπαλκόνι, για ν' απολαύσει το βασίλεμα του ήλιου.
Συνώνυμα:  δύση
Αντώνυμα:  ανατολή χάραμα
Σχετικές λέξεις:  βασιλεύω
sunset