Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



νεολαία, η
νε-ο-λαί-α ουσιαστικό, θηλυκό



Γενική: της νεολαίας - των νεολαιών
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Η νεολαία ακούει διαφορετική μουσική από τους ηλικιωμένους.
Σχετικές λέξεις:  νέος νέο
young people