Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



νέος, -α, -ο
νέ-ος επίθετο



αρσενικό: ο νέος
θηλυκό: η νέα
ουδέτερο: το νέο
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Του χρόνου θα πάμε μετακομίσουμε σε νέα γειτονιά.
Συνώνυμα:  καινούργιος
Αντώνυμα:  παλιός
Σχετικές λέξεις:  νέο νεολαία νεογέννητος
new
 


 2. Κάθε χρόνο κάνω νέους φίλους.
new
Συνώνυμα:  καινούργιος
Αντώνυμα:  παλιός
 


 3. Οι νέοι άνθρωποι δεν έχουν ακόμα μεγάλη εμπειρία.
young
Αντώνυμα:  ηλικιωμένος
 


 4. Πολλές λέξεις της νέας ελληνικής γλώσσας είναι αρχαίες.
modern