Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



ξανακαλώ
ξα-να-κα-λώ ρήμα



Αόριστος: ξανακάλεσα
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Μας άρεσε πολύ η παρέα του. Γι' αυτό θα τον ξανακαλέσουμε.
Σχετικές λέξεις:  ξανά καλώ
invite again
 


 2. Δες: καλώ.