Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



ξεφυλλίζω
ξε-φυλ-λί-ζω ρήμα



Αόριστος: ξεφύλλισα
Μετοχή: ξεφυλλισμένος
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Περιμένοντας το γιατρό, ξεφυλλίζω ένα περιοδικό.
Σχετικές λέξεις:  φύλλο
leaf through
ξεφυλλίζω


 2. Δες: ξεφυλλίζομαι.