Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



ξυπνητήρι, το
ξυ-πνη-τή-ρι ουσιαστικό, ουδέτερο



Γενική: του ξυπνητηριού - των ξυπνητηριών
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Το ξυπνητήρι χτυπάει νωρίς το πρωί.
Σχετικές λέξεις:  ξυπνάω ξύπνιος
alarm clock
ξυπνητήρι