Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



ξυπνάω, -ώ
ξυ-πνά-ω ρήμα



Αόριστος: ξύπνησα
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Κάθε πρωί ξυπνάω στις εφτά.
Συνώνυμα:  σηκώνομαι
Αντώνυμα:  κοιμάμαι
Σχετικές λέξεις:  ξυπνητήρι ξύπνιος αγουροξυπνημένος
wake
 


 2. Μη με ξυπνάς ακόμα. Σήμερα είναι Κυριακή!
wake