Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



όρθιος, -α, -ο
όρ-θι-ος επίθετο



αρσενικό: ο όρθιος
θηλυκό: η όρθια
ουδέτερο: το όρθιο
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Μη στέκεσαι όρθιος! Πάρε μια καρέκλα να καθίσεις.
Αντώνυμα:  καθιστός καθισμένος
standing
 


 2. Οι γάτες μπήκαν στην κουζίνα και δεν άφησαν τίποτα όρθιο!
untouched