Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



καθιστός, -ή, -ό
κα-θι-στός επίθετο



αρσενικό: ο καθιστός
θηλυκό: η καθιστή
ουδέτερο: το καθιστό
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Άλλοι παρακολούθησαν τον αγώνα καθιστοί κι άλλοι όρθιοι.
Συνώνυμα:  καθισμένος
Αντώνυμα:  όρθιος
Σχετικές λέξεις:  κάθισμα κάθομαι
seated