Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



παγωμένος, -η, -ο
πα-γω-μέ-νος επίθετο



αρσενικό: ο παγωμένος
θηλυκό: η παγωμένη
ουδέτερο: το παγωμένο
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Δεν πίνουμε παγωμένο νερό, όταν είμαστε ιδρωμένοι.
Σχετικές λέξεις:  πάγος παγώνω παγάκι παγωνιά παγωτό
very cold