Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



πάγος, ο
πά-γος ουσιαστικό, αρσενικό



Γενική: του πάγου - των πάγων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Το ψυγείο έχει μαζέψει πάγο. Πρέπει να το βγάλουμε από την πρίζα, για να το καθαρίσουμε.
Σχετικές λέξεις:  παγάκι παγώνω παγωμένος παγωνιά παγόβουνο παγωτό
ice
 


 2. Χθες χιόνισε και σήμερα οι δρόμοι έχουν πάγο.
ice