Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



παλιώνω
πα-λιώ-νω ρήμα



Αόριστος: πάλιωσα
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Όταν παλιώσουν τα παπούτσια μου, θα πάρω καινούργια.
Σχετικές λέξεις:  παλιά παλιός
wear out
 


 2. Το κρασί παλιώνει μέσα στο βαρέλι.
become old