Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



παλιός, -ιά, -ιό
πα-λιός επίθετο



αρσενικό: ο παλιός
θηλυκό: η παλιά
ουδέτερο: το παλιό
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Τα παλιά μου ρούχα δε μου χωράνε πια.
Αντώνυμα:  καινούργιος νέος
Σχετικές λέξεις:  παλιά παλιώνω
old
 


 2. Είμαστε παλιοί φίλοι. Γνωριστήκαμε πριν από είκοσι χρόνια.
old
Αντώνυμα:  καινούργιος νέος
 


 3. Μου αρέσουν μόνο τα παλιά τραγούδια.
old
Αντώνυμα:  σύγχρονος μοντέρνος