Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



παραμικρός, -ή, -ό
πα-ρα-μι-κρός επίθετο



αρσενικό: ο παραμικρός
θηλυκό: η παραμικρή
ουδέτερο: το παραμικρό
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Με τον παραμικρό θόρυβο ξυπνάει.
Σχετικές λέξεις:  μικρός
slightest