Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



μικρός, -ή, -ό
μι-κρός επίθετο



αρσενικό: ο μικρός
θηλυκό: η μικρή
ουδέτερο: το μικρό
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Τώρα που ψήλωσα, το παντελόνι μού είναι μικρό.
Αντώνυμα:  μεγάλος
Σχετικές λέξεις:  μικρό μικραίνω μικρόσωμος μικροπράγματα παραμικρός μικρόφωνο
short
 


 2. Η αδελφή μου είναι μικρή ακόμα, γι' αυτό δεν περπατάει καλά.
young
Αντώνυμα:  μεγάλος
 


 3. Από το διπλανό δωμάτιο ακουγόταν ένας μικρός θόρυβος.
slight
Αντώνυμα:  μεγάλος