Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



άνισος, -η, -ο
ά-νι-σος επίθετο



αρσενικό: ο άνισος
θηλυκό: η άνιση
ουδέτερο: το άνισο
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Τα δάχτυλά μας είναι άνισα μεταξύ τους.
Αντώνυμα:  ίσος
unequal