Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



παράφωνος, -η, -ο
πα-ρά-φω-νος επίθετο



αρσενικό: ο παράφωνος
θηλυκό: η παράφωνη
ουδέτερο: το παράφωνο
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Δε με δέχτηκαν στη χορωδία, γιατί είμαι παράφωνη.
Σχετικές λέξεις:  φωνή
out of tune