Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



περισσότερος, -η, -ο
πε-ρισ-σό-τε-ρος επίθετο



αρσενικό: ο περισσότερος
θηλυκό: η περισσότερη
ουδέτερο: το περισσότερο
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Ο γιατρός είπε πως πρέπει να τρως περισσότερο φαγητό, για να δυναμώσεις.
Αντώνυμα:  λιγότερος
Σχετικές λέξεις:  περισσότερο
more