Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



λιγότερος, -η, -ο
λι-γό-τε-ρος επίθετο



αρσενικό: ο λιγότερος
θηλυκό: η λιγότερη
ουδέτερο: το λιγότερο
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Το χωριό έχει λιγότερους κατοίκους από την πόλη.
Αντώνυμα:  περισσότερος
Σχετικές λέξεις:  λίγος λιγοστεύω λίγο
fewer