Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



πολεοδομία, η
πο-λε-ο-δο-μί-α ουσιαστικό, θηλυκό



Γενική: της πολεοδομίας
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Η πολεοδομία ασχολείται με την οργάνωση του χώρου σε μια πόλη.
Σχετικές λέξεις:  πολεοδομικός πολεοδόμος πόλη
town planning