Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



πολεοδόμος, ο, η
πο-λε-ο-δό-μος ουσιαστικό, αρσενικό - θηλυκό



Γενική: του/της πολεοδόμου - των πολεοδόμων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Οι πολεοδόμοι μελετούν το σχεδιασμού του νέου κτιρίου του υπουργείου.
Σχετικές λέξεις:  πολεοδομία πολεοδομικός
city planner