Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



πολυκατοικία, η
πο-λυ-κα-τοι-κί-α ουσιαστικό, θηλυκό



Γενική: της πολυκατοικίας - των πολυκατοικιών
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Το καλοκαίρι, τα παιδιά της πολυκατοικίας μαζευόμαστε κάθε απόγευμα και παίζουμε.
Σχετικές λέξεις:  κατοικία πολύς
block of flats