Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



πολύπλοκος, -η, -ο
πο-λύ-πλο-κος επίθετο



αρσενικό: ο πολύπλοκος
θηλυκό: η πολύπλοκη
ουδέτερο: το πολύπλοκο
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Δεν μπορώ να λύσω στην άσκηση, γιατί είναι πολύπλοκη.
Αντώνυμα:  απλός
Σχετικές λέξεις:  πολύς
complicated