Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



πολύφωτο, το
πο-λύ-φω-το ουσιαστικό, ουδέτερο



Γενική: του πολύφωτου - των πολύφωτων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Ένα μεγάλο πολύφωτο φωτίζει την αίθουσα του θεάτρου.
Σχετικές λέξεις:  πολύς φως
chandelier
πολύφωτο