Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



πολύχρονος, -η, -ο
πο-λύ-χρο-νος επίθετο



αρσενικό: ο πολύχρονος
θηλυκό: η πολύχρονη
ουδέτερο: το πολύχρονο
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Ο πόλεμος ήταν πολύχρονος και οι καταστροφή μεγάλη.
Σχετικές λέξεις:  πολύς χρόνος
long
 


 2. "Να ζήσεις, πολύχρονος!", μου έλεγαν στα γενέθλιά μου.
many happy returns