Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



χρόνος, ο
χρό-νος ουσιαστικό, αρσενικό



Γενική: του χρόνου - των χρόνων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Ο χρόνος του ρήματος μας δείχνει αν αυτό που λέει η πρόταση γίνεται τώρα, έγινε στο παρελθόν ή θα γίνει στο μέλλον. Π.χ. ο αόριστος είναι ένας χρόνος που μας δείχνει ότι κάτι έγινε στο παρελθόν, ενώ ο μέλλοντας μας δείχνει ότι κάτι θα γίνει στο μέλλον.
Συνώνυμα:  έτος χρονιά
Σχετικές λέξεις:  χρονιά χρονικός χρονολογία χρονολογικός πολύχρονος πρωτοχρονιά
year
 



Συνώνυμα:  έτος
 



Συνώνυμα:  καιρός