Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



πολύχρωμος, -η, -ο
πο-λύ-χρω-μος επίθετο



αρσενικό: ο πολύχρωμος
θηλυκό: η πολύχρωμη
ουδέτερο: το πολύχρωμο
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Οι πεταλούδες έχουν πολύχρωμα φτερά.
Σχετικές λέξεις:  πολύς χρώμα
multi-coloured