Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



πουντιάζω
που-ντιά-ζω ρήμα



Αόριστος: πούντιασα
Μετοχή: πουντιασμένος
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Βάλε το παλτό σου, γιατί θα πουντιάσεις.
Συνώνυμα:  κρυώνω κρυολογώ
catch a cold