Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



πράγμα, το
πράγ-μα ουσιαστικό, ουδέτερο



Γενική: του πράγματος - των πραγμάτων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Έχω τρία πράγματα στο αυτοκίνητο: μία τσάντα, ένα τετράδιο κι ένα βιβλίο.
Συνώνυμα:  αντικείμενο
Σχετικές λέξεις:  μικροπράγματα
thing
 


 2. Δεν άκουσα καλά. Τι πράγμα;
what?
 


 3. Σήμερα στο σχολείο μάθαμε πολλά πράγματα.
thing