Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



πρόβλεψη, η
πρό-βλε-ψη ουσιαστικό, θηλυκό



Γενική: της πρόβλεψης - των προβλέψεων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Οι επιστήμονες ελπίζουν να μπορούν να κάνουν πρόβλεψη των σεισμών.
Σχετικές λέξεις:  προβλέπω
prediction