Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



προβλέπω
προ-βλέ-πω ρήμα



Αόριστος: πρόβλεψα
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Η μετεωρολογική υπηρεσία προβλέπει τον καιρό.
Σχετικές λέξεις:  βλέπω πρόβλεψη
forecast
 


 2. Ο νόμος δεν προβλέπει τιμωρία για την περίπτωση αυτή.
make provision for
 


 3. Δες: προβλέπομαι.