Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



προκαλώ
προ-κα-λώ ρήμα



Αόριστος: προκάλεσα
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Αυτή η λακκούβα έχει προκαλέσει πολλά ατυχήματα.
Σχετικές λέξεις:  καλώ
cause
 


 2. Το γυαλιστερό βραχιόλι προκάλεσε την περιέργεια της κίσσας.
draw
 


 3. Ο ιππότης προκάλεσε τον πρίγκιπα σε μονομαχία.
challenge
 


 4. Δες: προκαλούμαι.