Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



προοδεύω
προ-ο-δεύ-ω ρήμα



Αόριστος: προόδευσα
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Η επιστήμη προοδεύει συνέχεια στις μέρες μας.
Συνώνυμα:  προχωράω
Σχετικές λέξεις:  πρόοδος
advance, progress
 


 2. Πέρυσι δεν ήταν καλή μαθήτρια, αλλά φέτος προοδεύει.
make progress