Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



προχωράω, -ώ
προ-χω-ρά-ω ρήμα



Αόριστος: προχώρησα
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Προχωρήστε μερικά βήματα, εσείς που στέκεστε μπροστά.
Σχετικές λέξεις:  προχωρημένος
move forward
 


 2. Θα σταματήσουμε στη σελίδα 32 και αύριο θα προχωρήσουμε παρακάτω.
go on
 


 3. Κάνει λίγο καιρό αγγλικά, αλλά έχει προχωρήσει πολύ.
advance
Συνώνυμα:  προοδεύω
 


 4. Ο χρόνος προχωρά ασταμάτητα.
move on