Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



πρόσκληση, η
πρό-σκλη-ση ουσιαστικό, θηλυκό



Γενική: της πρόσκλησης - των προσκλήσεων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Έστειλαν περίπου εκατό προσκλήσεις για το γάμο τους.
Σχετικές λέξεις:  προσκαλώ
invitation
πρόσκληση


 2. Δε θα βγάλουμε εισιτήριο για το έργο, γιατί έχουμε πρόσκληση.
invitation