Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



προσκαλώ
προ-σκα-λώ ρήμα



Αόριστος: προσκάλεσα
Μετοχή: προσκαλεσμένος
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Με προσκάλεσαν σε ένα γάμο, που θα γίνει την Κυριακή.
Συνώνυμα:  καλώ
Σχετικές λέξεις:  πρόσκληση καλώ
invite
 


 2. Δες: προσκαλούμαι.