Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



πρωταπριλιά, η
πρω-τα-πρι-λιά ουσιαστικό, θηλυκό



Γενική: της πρωταπριλιάς
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Την πρωταπριλιά συνηθίζουμε να λέμε ψέματα.
Σχετικές λέξεις:  Απρίλιος πρώτος
April Fool's Day