Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



στρέφω
στρέ-φω ρήμα



Αόριστος: έστρεψα
Μετοχή: στραμμένος
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Μόλις άκουσε τη φωνή του, έστρεψε το βλέμμα της και τον κοίταξε.
Σχετικές λέξεις:  στροφή
turn my head
 


 2. Θα στρέψουμε τις προσπάθειές μας στον τουρισμό.
direct
 


 3. Δες: στρέφομαι.